ἐπίδακρυς

ἐπίδακρυς
ἐπίδακρ-υς, υ,
A tearful, Hsch. and Suid.s.v. μυδαλέον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επίδακρυς — ἐπίδακρυς, υ (AM) δακρυσμένος, κλαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δάκρυ] …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”